πεντεσύριγγος

πεντεσύριγγος
και δ. γρφ. πεντασύριγγος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές
2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον»
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων
β) «πεντεσύριγγος νόσος»
(με μτφ. σημ.) η παράλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα-* + σῦριγξ, -γγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντεσύριγγον — πεντεσύριγγος with five holes masc/fem acc sg πεντεσύριγγος with five holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεσυρίγγῳ — πεντεσύριγγος with five holes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πεντασύριγγος — ον Α βλ. πεντεσύριγγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”