- πεντεσύριγγος
- και δ. γρφ. πεντασύριγγος, -ον, Α1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον»(κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργωνβ) «πεντεσύριγγος νόσος»(με μτφ. σημ.) η παράλυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα-* + σῦριγξ, -γγος].
Dictionary of Greek. 2013.